- ευάροτος
- εὐάροτος και εὐάροτρος, -ον (Α)ο οργωμένος καλά ή αυτός που εύκολα μπορεί να καλλιεργηθεί («αὖλαξ εὐάροτος», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άροτος (< αρώ «οργώνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐάροτος — well ploughed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάροτον — εὐάροτος well ploughed masc/fem acc sg εὐάροτος well ploughed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρότοιο — εὐάροτος well ploughed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρότοισι — εὐάροτος well ploughed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρότου — εὐάροτος well ploughed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαροτρίαστος — εὐαροτρίαστος, ον (Α) ευάροτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αροτριάζω] … Dictionary of Greek